λέβα
Смотреть что такое "λέβα" в других словарях:
λέβα — [λεβάρω] (προστ. τού λεβάρω) 1. ναυτικό κέλευσμα αντίστοιχο με το επίσημο αίρε 2. φρ. «λέβα μπρος» ή «λέβα πίσω» ναυτικά παραγγέλματα για την έλξη των λέμβων προς την πλώρη ή προς την πρύμνη, με έλξη τού σχοινιού προς τα εμπρός ή προς τα πίσω … Dictionary of Greek
λέβα — το άκλ. (λ. βουλγ.), η νομισματική μονάδα της Βουλγαρίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)